ὑδατοειδές

ὑδατοειδές
ὑδατοειδής
like water
masc/fem voc sg
ὑδατοειδής
like water
neut nom/voc/acc sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • θάλαμος — (Φυσ.). Ονομασία διάφορων συσκευών που περιλαμβάνουν έναν χώρο με πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και περιεχόμενο και χρησιμοποιούνται για τη μελέτη των ιδιοτήτων των στοιχειωδών σωματιδίων (ηλεκτρονίων, πρωτονίων, νετρονίων κλπ.). Η μελέτη αυτή… …   Dictionary of Greek

  • υδατοειδής — ές / ὑδατοειδής, ές, ΝΜΑ 1. όμοιος με νερό, υδατώδης 2. φρ. «υδατοειδές υγρό» ανατ. το υδαρές αλκαλικό υγρό που καταλαμβάνει τον πρόσθιο και τον οπίσθιο θάλαμο τού ματιού, εμπρός και πίσω από την ίριδα και μπρος από τον κρυσταλλοειδή φακό και το… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”